- εγχείρημα
- το, -ατος1. ό,τι επιχειρεί κανείς να πράξει, απόπειρα.2. τόλμημα, ανδραγάθημα, παλικαριά.3. (στρατ.), μικρή επιχείρηση τοπικής σημασίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.